πληντο

πληντο
    πλῆντο
    I
    эп. 3 л. pl. aor. 2 к πίμπλημι См. πιμπλημι
    II
    эп. 3 л. pl. aor. 2 к πελάζω См. πελαζω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "πληντο" в других словарях:

  • πλῆντο — πίμπλημι fill aor ind mid 3rd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλῆντ' — πλῆντο , πίμπλημι fill aor ind mid 3rd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»